- λογοθέτῃ
- λογοθέτηςauditormasc dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μερλιέ-Λογοθέτη, Μέλπω — (Ξάνθη 1895 – Αθήνα 1979). Ελληνίδα φιλόλογος και μουσικός. Ξεκίνησε τις εγκύκλιες σπουδές της στην Κωνσταντινούπολη και συνέχισε με σπουδές στη μουσική (Δρέσδη, Βιέννη, Γενεύη). Το 1920 διορίστηκε βοηθός του καθηγητή της νεοελληνικής γλώσσας και … Dictionary of Greek
Σάμος — I Αρχαίος επιγραμματοποιός (3ος αι. π.Χ.). Ηταν γιος του Χρυσόγονου, του συμβούλου του βασιλιά της Μακεδονίας Φίλιππου E’. Επειδή απόφευγε να κολακεύει το βασιλιά Φίλιππο, ο τελευταίος διέταξε να τον θανατώσουν (204 π.Χ.). Σύμφωνα με μαρτυρίες… … Dictionary of Greek
Πυθαγόρειο — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ.) του νομού Σάμου. Βρίσκεται στα νοτιοανατολικά παράλια του νησιού και είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (5 τ. χλμ.,) όπου ανήκουν και δύο άλλοι μικρότεροι οικισμοί, ο Καρπόβουλος και η Νέα Πόλη Πυθαγορείου. Στο Π.… … Dictionary of Greek
κόμης — Τίτλος ευγενείας, ανάμεσα στον βαρόνο και στον μαρκήσιο, τον οποίο φέρουν οι κληρονόμοι των παλιών τιτλούχων. Σε πολλές χώρες τείνει να καταργηθεί, αλλά διατηρείται ακόμη στο Ηνωμένο Βασίλειο. Σήμερα, μάλιστα, απονέμεται σε πρόσωπα της υψηλής… … Dictionary of Greek
λογοθέτης — Αξίωμα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, που σχετιζόταν με τη διαχείριση των κρατικών υποθέσεων. Ο κυριότερος ήταν ο μέγας λ., αξίωμα ανάλογο με εκείνο του σημερινού πρωθυπουργού. Οι διάφοροι άλλοι λ. του Βυζαντίου ασκούσαν, ανάλογα με τον… … Dictionary of Greek
Θεόδωρος — I Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Θ. ο Σάμιος (6ος αι. π.Χ.). Γλύπτης και αρχιτέκτονας, γιος του Τηλεκλή. Επινόησε διάφορα όργανα και μαζί με τον Ροίκο επινόησαν την κατασκευή χυτών ορειχάλκινων αγαλμάτων. Έλαβε μέρος στην οικοδόμηση … Dictionary of Greek
Λογοθέτης, Λυκούργος — (Καρλόβασι Σάμου 1772 – Αθήνα 1850). Αγωνιστής του 1821, Φιλικός, πολιτικός και στρατιωτικός. Γραμματέας των ηγεμόνων της Βλαχίας, κατέλαβε το αξίωμα του λογοθέτη, στο οποίο οφείλει το επώνυμό του. Το όνομα Λυκούργος είναι ψευδώνυμο το οποίο… … Dictionary of Greek
Σταμάτης, Γεωργιάδης — Αγωνιστής του 1821, από τη Σάμο. Ήταν κυρίως γνωστός ως καπετάν Σταμάτης. Επιδόθηκε στο ναυτικό επάγγελμα σε νεαρή ηλικία και προσλήφθηκε από τον ονομαστό καταδρομέα Νικόλαο Κεφάλα, ο οποίος τον έκανε πλοίρχο, επειδή διακρίθηκε σε πολλές… … Dictionary of Greek
Ксанти — Город Ксанти Ξάνθη Страна ГрецияГреция … Википедия
Галаксиди — Город Галаксиди Γαλαξείδι Страна ГрецияГреция … Википедия